- Μυτιληνιός, -ιά, -ιό
- ο κάτοικος της Μυτιλήνης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Μυτιληνιός — ο, θηλ. Μυτιληνιά και Μυτιληναίος, θηλ. Μυτιληναία (ΑΜ Μυτιληναίος) [Μυτιλήνη] αυτός που κατάγεται από τη Μυτιλήνη ή ο κάτοικος τής Μυτιλήνης … Dictionary of Greek
Μυτιληναίος — ο, θηλ. Μυτιληναία (ΑΜ Μυτιληναῑος) βλ. Μυτιληνιός … Dictionary of Greek
Ρωμιός — ο, θηλ. Ρωμιά, ΝΜ 1. ο Ρωμαίος, ο κάτοικος τής Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, δηλ. τής Βυζαντινής και, ειδικότερα, ο ελληνόφωνος χριστιανός ορθόδοξος τού Βυζαντίου νεοελλ. 1. (ειδικότερα κατά την περίοδο τής τουρκοκρατίας) ο Έλληνας, ο… … Dictionary of Greek
μυτιληνιόν — μυτιληνιόν, τὸ (Μ) [Μυτιληνιός] κρασί που παρασκευάζεται στη Μυτιλήνη … Dictionary of Greek